Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

νοικοκύρης τού

  • 1 νοικοκύρης

    ο
    1) е раэн. знач хозяин;

    καλός νοικοκύρης — хороший хозяин;

    τό μάτι τού νοικοκύρη — хозяйский глаз;

    είμαι νοικοκύρης και θα κάνω ό,τι θέλω — я хозяин, что хочу, то и делаю;

    2) зажиточный, обеспеченный человек;

    πρώτος νοικοκύρης τού νησιού — самый богатый человек на острове

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > νοικοκύρης

  • 2 хозяин

    хозя||ин
    м ὁ νοικοκύρης/ ὁ ίδιοχτήτης (владелец)/ ὁ ἀφέντης, τό ἀφεντικό (по отношению к работнику):
    \хозяин дома а) ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ, ὁ οἰκοδεσπότηζ, б) ὁ σπιτονοικοκύρης (владелец)· \хозяин гостиницы ὁ ξενοδόχος· \хозяин магазина ὁ καταστηματάρχης· он хороший \хозяин εἶναι καλός νοικοκύρης· ◊ быть \хозяинииом в собственном доме εἶμαι ἀφέντης στό σπίτι μου· я сам себе \хозяин δέν ἔχω κανέναν πάνίο ἀπό τό κεφάλι μου· быть \хозяинином положения εἶμαι κύριος τής καταστάσεως· \хозяинева поля спорт. ἡ γηπεδούχος ὁμάδα.

    Русско-новогреческий словарь > хозяин

  • 3 домохозяин

    домохозяин
    м ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιού, ὁ ἰδιοκτήτης, ὁ σπιτονοικοκύρης.

    Русско-новогреческий словарь > домохозяин

  • 4 σπίτι

    το 1. е разя. знач дом;

    ψηλό (πολυόροφο) σπίτι — высокий (многоэтажный) дом;

    σπίτι ανάπαυσης — дом отдыха;

    πρόβλημα σπίτιου — квартирный (жилищный) вопрос;

    νοικοκύρης τού σπίτιού — хозяин дома;

    ανοίγω ( — или κάνω) σπίτι — обзаводиться домом;

    είμαι από (καλό) σπίτι — быть из хорошего дома;

    κλείνω (τό) σπίτι — разрушать семью;

    εργάζομαι στο σπίτι — работать на дому;

    από το σπίτι — из дому;

    έξω από το σπίτι — вне дома;

    2. επίρρ. дома; домой;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σπίτι

  • 5 домохозяин

    [νταμαχαζγιάιν] ουσ. α. νοικοκύρης του σπιτιού

    Русско-греческий новый словарь > домохозяин

  • 6 домохозяин

    [νταμαχαζγιάιν] ουσ α νοικοκύρης του σπιτιού

    Русско-эллинский словарь > домохозяин

  • 7 хозяйский

    επ.
    του νοικοκύρη, του οικοδεσπότη• νοικοκύρ ικος, αφεντικός.
    εκφρ.
    дело -ое – αυτό είναι δουλειά του νοικοκύρη, όπως θέλει ο νοικοκύρης κάνει.

    Большой русско-греческий словарь > хозяйский

  • 8 дом

    дом
    м
    1. (здание) τό σπίτι, ἡ οίκία, τό κτίριο[ν]:
    жило́й \дом ἡ κατοικία· многоквартирный \дом ἡ πολυκατοικία· многоэтажный \дом τό πολυόροφο σπίτι·
    2. (жилье, квартира) ἡ κατοικία, τό σπίτι, τό διαμέρισμα:
    и́з \дому ἀπό τό σπίτι· доставка на \дом ἡ διανομή κατ' οίκον
    3. (семья, хозяйство) τό σπίτι, τό σπιτικό, ἡ ἐστία, ἡ οἰκογένεια, ἡ φαμιλιά:
    хозяин \дома ὁ οίκοδεσπότης, ὁ νοικοκύρης τοδ σπιτιού· хлопотать по \дому ἀσχολούμαι με τό νοικοκυριό·
    4. (клуб) τό σπίτι, ἡ στέγη, ὁ οίκος:
    \дом ученых ὁ οίκος τοῦ ἐπιστήμονα· \дом культуры τό σπίτι τοῦ πολιτισμοὔ \дом пионеров τό σπίτι τῶν πιονιέρων· \дом отдыха τό σπίτι ἀνάπαυσης· Родильный \дом τό μαιευτήριο· детский \дом τό παιδικό ἀσυλο, τό ὀρφανοτροφείο[ν]· (заведение, предприятие) уст.:
    торговый \дом ὁ ἐμπορικός οίκος· \дом умалишенных τό φρενοκομείο, τό ψυχιατρείο· исправительный \дом τό σωφρονιστήριο·
    6. (династия) ὁ βασιλικός οίκος· ◊ ночлежный \дом τό πανδοχείο, τό νυκτερινό ἄσυλο· публичный \дом τό χαμαιτυπεῖο, τό πορνείο· работать на \дому́ ἐργάζομαι στό σπίτι· разойтись по \дома́м πηγαίνετε στά σπίτια σας· вне \дома ἔξωἀπό τό σπίτι.

    Русско-новогреческий словарь > дом

  • 9 φωνάζω

    (αόρ. (ε)φώναξα) μετ., αμετ.
    1) кричать; орать, вопить (разг); горланить (прост.);

    βράχνιασα να φωνάζω — я охрип от крика;

    2) кричать (на кого-л.); отчитывать (кого-л.);
    3) перен. взывать, призывать;

    τό αίμα του φωνάζει εκδίκηση — кровь его взывает к мести;

    4) звать; окликать;

    φωνάζω βοήθεια — звать на помощь;

    5) вызывать; приглашать;

    φωνάζω τό γιατρό — вызывать врача;

    6) выкликать, вызывать поимённо, по списку;

    § φωνάζει ο κλέφτης να φύγει ο νοικοκύρης — погов, вор кричит:

    «держи вора»;

    φωνάζουν τ' άγρια να διώξουν τα ήμε- ρα — посл, баламутят воду, чтобы половить рыбку в мутной воде;

    άν δεν φωνάζει το μωρό, δεν το ταΐζει ( — или δεν τοβ δίνει να φάει) η μάνα του — погов, дитя не плачет — мать не разумеет

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φωνάζω

  • 10 сам

    сама, само (οριστική αντωνυμία).
    1. ο ίδιος, μόνος (μου)- εγώ•

    я сам это сделал εγώ ο ίδιος το έκανα•

    вы -и знаете εσείς οι ίδιοι ξέρετε ή μόνοι σας ξέρετε•

    сам во всм виноват εγώ φταίω για όλα;•

    других учит, а сам ничего не знает άλλους διδάσκει, ενω ο ίδιος δεν ξέρει τίποτε•

    -а ест, другим не дат μόνη της τρώει, στους άλλους δε δίνει.

    2. μόνος, εξ ιδίων•

    слзы так -и льются τα δάκρυα έτσι μόνα τους πηγαίνουν (ρέουν),

    3. (επιτακτικό)• (και) ο ίδιος, ακόμα (και) ο ίδιος•

    сам чрт не разберт καιο διάβολος ακόμα δε μπορεί να ξέρει.

    4. ουσ. ο νοικοκύρης, ο αφέντης, ο αρχηγός, το κεφάλι, ο τρανός•

    приехал ο τρανός ήρθε.

    5. μαζί με ουσ. σημαίνει: ποιότητα, ιδιότητα• προσωποποίηση ή ενσάρκωση•

    он -а доброта ο ίδιος είναι η καλοσύνη (προσωποποίηση της καλοσύνης).

    εκφρ.
    -а, -о собой – άθελα, ακούσια•
    глаза закрываются -и – τα μάτια κλείνονται μόνα τους•
    - о собой разумеется – εννοείται, είναι αυτονόητο, υπονοείται, εξυπακούεται, αυθυπακούεται, μιλά μόνο του•
    сам, сама, само по себе: α) μόνος μου, μοναχός μου, αυτοτελώς; β) αυτός καθ εαυτός, αυτή καβ εαυτή, αυτό καθ εαυτό• αυτός ο ίδιος, αυτή η ίδια, αυτό το ίδιο. γ) κάτι το ίδιο, το ιδιαίτερο•
    сам себе голова (хозяин, господинκ.τ.τ.) είμαι αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος, αυτοτελής, αυτοκυρίαρχος, κύριος εαυτού•
    сам, -а, -о за себя говорит – μιλά μόνο του, είναι ολοφάνερο.

    Большой русско-греческий словарь > сам

  • 11 большой

    επ., συγκρ. β. больший, больше, более
    1. μεγάλος, μέγας, τρανός•

    большой город μεγάλη πόλη•

    -ые события μεγάλα γεγονότα•

    -ое дело μεγάλη υπόθεση.

    2. σημαντικός, αξιόλογος•

    большой ученый μεγάλος επιστήμονας•

    большой негодяй μεγάλος παλιάνθρωπος•

    большой плут μεγάλος απατεώνας.

    3. μεγάλου αναστήματος, υψηλός•

    ты стал совсем большой εσύ ψήλωσες πολύ, έγινες άντρας, μεγάλος.

    4. πολυάριθμος•

    -ое количество μεγάλη ποσότητα•

    -ое знакомство πολλές γνωριμίες.

    5. μεγάλος (ως αντώνυμο του μικρός)•

    большой театр το Μεγάλο θέατρο (σε αντίθεση με το Μικρό)•

    -ая медведица η Μεγάλη Αρκτος.

    6. ουσ. πλθ. -ие οι ηλικιωμένοι•

    -ие ушли, а дети остались дома οι μεγάλοι έφυγαν, οι δε μικροί έμειναν στο σπίτι.

    εκφρ.
    большойая буква – το κεφαλαίο γράμμα•
    большой палец – το μεγάλο δάχτυλο (αντίχειρας)•
    большой свет – η ανώτερη κοινωνία•
    сам большойπαλ. ο κύριος εαυτού, νοικοκύρης, αφέντης.

    Большой русско-греческий словарь > большой

См. также в других словарях:

  • νοικοκύρης — ο, θηλ. νοικοκυρά και νοικοκερά (Μ νοικοκύρης και νοικοκύρις) οικοδεσπότης («κι ο νοικοκύρης τού σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει», δημ. τραγούδι) νεοελλ. 1. ιδιοκτήτης μισθωμένου ακινήτου, σπιτονοικοκύρης 2. σύζυγος 3. κύριος, αφέντης κάποιου 4.… …   Dictionary of Greek

  • αρχοντικό — Η κατοικία ή το κτήμα του άρχοντα. Σε πολλά χωριά της Κρήτης με το όνομα αυτό εννοείται η συνοικία ή το μέρος του χωριού, όπου υπήρχε άλλοτε το μέγαρο άρχοντα φεουδάρχη, Βυζαντινού, Βενετού ή Κρητικού. Γνωστή είναι η έκφραση φιλοφροσύνης: «Σε… …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste unregelmäßiger Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Nomen im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen — sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit individuellem Deklinationsschema …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Substantive — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»